- κτίστρια
- κτίσ-τρια, ας, ἡ, fem. ofA
κτίστης 1
, IGRom.3.802 ([place name] Syllium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτίστης 1
, IGRom.3.802 ([place name] Syllium).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτίστρια — η (AM κτίστρια) βλ. κτίστης … Dictionary of Greek
κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… … Dictionary of Greek